μηρικός

μηρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον μηρό, ο μηριαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • LUCRETIUS Carus (T.) — T. LUCRETIUS Carus poeta synchronus Tullii et Terentii Varronis, etsi paulo antiquior. Scripsit libros 6. De rerum natura, in quibus Epicurum, et Empedoclem sequitur. Id opus plerique a M. Cie. emendatum volunt, quum auctor id ipsum imperfectum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηβομηρικός — ή, ό ανατ. φρ. «ηβομηρικός σύνδεσμος» ένας από τους συνδέσμους που ενισχύουν τον αρθρικό θύλακο τής κατ ισχίον διαρθρώσεως, ο οποίος καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια τού θυλάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + μηρικός (< μηρός). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”